-
1 παράλειψις
2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of.., Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl. in CA 19p.461M.3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al. 1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc. 263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ;κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλειψις
-
2 ἄ-βροτος
ἄ-βροτος, poet. Nebenf. von ἄμβροτος, Hom. einmal, Iliad. 14, 78 νὺξ ἀβρότη, die göttliche, heilige Nacht, wie ἀμβροσία νύξ; Aristarch erklärte nach Aristonicus Scholl. ἤτοι κατὰ παράλειψιν τοῠ μ ἀντὶ τοῠ ἀμβρότη, οἷον ἀϑάνατος· ἢ ἀβρότη καϑ' ἣν βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν. Vgl. Buttmann Lexil. 1, 134; – ἄβροτα ἔπη Soph. Ant. 1121, heilige Lieder; – ἄβροτος ἐρημία, die menschenleere Oede, Aesch. Prom. 2 v. l. für ἄβατος, VLL. durch ἀπάνϑρωπος erkl.; ὄγκος M. Arg. 20 (VI, 201) sehr zw.
См. также в других словарях:
κάκαρον — κάκαρον, τὸ (Μ) κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. κάρκαρος «τραχύς», που δηλώνει και σήμερα σε ορισμένες διαλέκτους τον ξηρό τόπο. Τη σημασία «κεφάλι, κρανίο» τήν πήρε ως προσδιοριστικό τού ουσ. κεφάλι(ν) κατά παράλειψιν τού τελευταίου (ξερό… … Dictionary of Greek